- μονόφθαλμος
- -η, -ο (ΑΜ μονόφθαλμος, -ον, ιων. μουνόφθαλμος)1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι»)2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῑν εἰς τὴν βασιλείαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)νεοελλ.φρ. «μεταξύ τυφλών ο μονόφθαλμος βασιλεύει» — λέγεται για περιπτώσεις κατά τις οποίες αρκούν και τα ελάχιστα προσόντα ώστε κάποιος να αναδειχθεί και να επιβληθεί σε ένα σύνολο ατόμων που στερούνται παντελώς από προσόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ὀφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.